Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατὰ φρήτρας

См. также в других словарях:

  • φράτρα — και φάτρα και ιων. τ. φρήτρη και φήτρη και δωρ. τ. πάτρα, ἡ, Α 1. (με πολιτική σημ.) αδελφότητα 2. (κατά τους ηρωικούς χρόνους) γένος, φυλή («κρῖν ἄνδρας... κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τους ιστορικούς χρόνους)… …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»